μποστάνι

μποστάνι
το (Μ μποστάνι)
λαχανόκηπος, έκταση με κηπευτικά
νεοελλ.
έκταση στην οποία καλλιεργούνται πεπόνια και καρπούζια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bostan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μποστάνι — το (λ. τουρκ.), περιβόλι, χωράφι όπου καλλιεργούνται κυρίως καρπούζια ή πεπόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία …   Dictionary of Greek

  • bostan — BOSTÁN, bostani, s.m. (reg.) 1. Dovleac. ♦ fig. (ir.) Cap (al omului). 2. Pepene verde. – Din tc., scr. bostan. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  BOSTÁN s. v. cap, dovleac, pepene …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”